- ψαυκροπόδης
- ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, -ουν, Α1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδακουφόποδα, ἄκροις τοῑς ποσὶ ψαύοντα»·[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + -πόδης / -πους (πρβλ. σκιρτο-πόδης)].
Dictionary of Greek. 2013.